top of page

Τι θα γινόταν εάν... ...οι Έλληνες απέκρουαν τη γερμανική επίθεση του 1941;

Κι αν τα πράγματα δεν είχαν γίνει όπως έγιναν; Η ερώτηση ίσως φαίνεται ηλίθια, αλλά από κάτι τέτοιες ερωτήσεις ξεκίνησε και η Θεωρία της Σχετικότητας. Άραγε τι θα δούμε αν ανοίξουμε κάποιες πόρτες πίσω από τις οποίες κρύβονται εναλλακτικές επιλογές και εκβάσεις ιστορικών γεγονότων;


Πολεμώντας λυσσαλέα, ο ελληνικός στρατός όχι μόνο απέκρουσε την ιταλική εισβολή της 28ης Οκτωβρίου 1940, αλλά καταδίωξε και τους Ιταλούς βαθιά στο έδαφος της Αλβανίας. Το φιάσκο του Μουσσολίνι έπρεπε να ξεπλυθεί. Το Δεκέμβριο του 1940 ο Αδόλφος Χίτλερ ενέκρινε το Σχέδιο Μαρίτα, για ενίσχυση των ηττημένων Ιταλών την άνοιξη του 1941. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου. Παρά την σθεναρή ελληνική αντίσταση, τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα τρεις βδομάδες μετά.

Η εντύπωση που επικρατεί είναι πως οι ελληνικές δυνάμεις ήταν αδύνατον να αποκρούσουν την τρομερή πολεμική μηχανή των Ναζί. Είναι έτσι όμως; Άραγε θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά; Ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου αναλύει το θέμα σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του (περιοδικό What if-τι θα συνέβαινε αν…, τ. 6, 2009).

Εν όψει της διαφαινόμενης γερμανικής επίθεσης, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε ενισχύσεις από τους Άγγλους, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν σημαντικές δυνάμεις στη Μεσόγειο. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν θέλησε να στείλει περιορισμένες δυνάμεις στα σύνορα και αρνήθηκε. Όμως πέθανε αιφνιδίως στις 29 Ιανουαρίου (κάτι που έχει δημιουργήσει θεωρίες συνωμοσίας περί δολοφονίας) και ο αντικαταστάτης του Αλέξανδρος Κορυζής αποδέχθηκε την βρετανική ενίσχυση μετά από τη βασιλική υπόδειξη. Όπως έδειξαν οι εξελίξεις μετά από μερικούς μήνες, η γραμμή διασπάστηκε και οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα.


Άραγε μπορούσαν να αναχαιτιστούν οι γερμανικές στρατιές; Εν γένει θεωρείται πως μια ελληνική επιτυχία θα ήταν αρκετά πιθανή, εάν είχαν τηρηθεί ορισμένες προϋποθέσεις και οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις δεν είχαν διασπαστεί (αδικαιολόγητα) σε τρία διαφορετικά μέτωπα.

Η κρίσιμη καμπή τοποθετείται στην κρίσιμη απόφαση του βασιλέα Γεωργίου Β’ μετά το θάνατο του Μεταξά. Ο Γεώργιος τοποθέτησε μεν στη θέση του Μεταξά τον πολιτικά άπειρο Κορυζή, αλλά έχοντας διδαχτεί από το προηγούμενο της Μικρασιατικής Καταστροφής (όπου οι Έλληνες ενωμένοι μεγαλούργησαν ενώ διχασμένοι υπέστησαν πανωλεθρία), του έδωσε σαφή εντολή να έλθει σε συνεννόηση με όλα τα κόμματα.



Αυτό και έγινε. Οι παραδοσιακά αγγλόφιλοι Φιλελεύθεροι τάχθηκαν υπέρ της ενότητας με αντάλλαγμα την επαναφορά των κοινοβουλευτικών θεσμών –κάτι που μπορούσε να γίνει με βασιλικό διάταγμα, ενώ ο στρατιωτικός νόμος θα εξακολουθούσε να ισχύει λόγω του πολέμου. Η κυβέρνηση Κορυζή απαλλάχθηκε από τα γερμανόφιλα στοιχεία και σε αυτήν εισήλθαν αγγλόφιλα μέλη από το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Θεμιστοκλής Σοφούλης, Εμμανουήλ Τσουδερός, Σοφοκλής Βενιζέλος κ.α.). Το ΚΚΕ παρέσχε υποστήριξη με αντάλλαγμα αμνηστεία για 4.000 φυλακισμένα ή εκτοπισμένα μέλη του.

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας έθεσε τις απαιτήσεις της για τη μελλοντική συνθήκη ειρήνης: ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα και αυτοδιοίκηση στην Κύπρο (η οποία θα παρέμενε υπό βρετανική κυριαρχία).

Οι εκδιωχθέντες αξιωματικοί εκλήθησαν να επανέλθουν με το βαθμό που είχαν όταν αποτάχθηκαν το 1935 –και η συντριπτική πλειοψηφία το έπραξε. Με τον τρόπο αυτό η στρατιωτική διοίκηση κατάφερε να επανδρώσει καλύτερα τις υπάρχουσες μονάδες και να εμπλουτίσει το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε διοικητές διακεκριμένους από την εμπειρία τους (τους Στέφανο Σαράφη, Ιωάννη και Χριστόδουλο Τσιγάντε, Ναπολέοντα Ζέρβα, κ.α.).

Υπό τις συνθήκες αυτές η Ελλάδα κατέβαλε την υπερπροσπάθεια να αποκρούσει την επερχόμενη γερμανική επίθεση. Ο ελλιπής οπλισμός εμπλουτίστηκε χάρη στην αγγλική βοήθεια (ιταλικά λάφυρα από την ανατολική Λιβύη). Η στρατιωτική ηγεσία επέλεξε μόνο την αμυντική γραμμή Πίνδος-Αλιάκμων-Όλυμπος, η οποία μπορούσε να κρατηθεί με επιτυχία.

Οι πολιτικές ζυμώσεις και ο σχηματισμός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας πραγματοποιήθηκαν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου 1941 ενώ μέχρι το τέλος του μηνός τα στρατιωτικά σχέδια είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Οι ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στην αμυντική γραμμή, ενώ οι βρετανικές ενισχύσεις κατέφθασαν στις αρχές Μαρτίου, μετά την γερμανική προέλαση εντός της Βουλγαρίας μέχρι τα ελληνικά σύνορα τα οποία και παραβίασαν στις 6 Απριλίου.


Η κύρια αμυντική γραμμή προσβλήθηκε στις 15-16 Απριλίου από περιορισμένες γερμανικές δυνάμεις (χάριν βολιδοσκόπησης). Οι Γερμανοί αποκρούστηκαν από τις υπέρτερες ελληνοβρετανικές δυνάμεις –κάτι που αποτέλεσε σημαντική «ένεση ηθικού». Η αμυντική γραμμή αποτελείτο από 17 μεραρχίες και μια ταξιαρχία Πεζικού καθώς επίσης και μία μεραρχία ιππικού και 900 πυροβόλα. Οι Βρετανοί πρόσθεσαν άλλες 2 μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία με 75-80 άρματα μάχης.



Και το αδύνατο συνέβη: η μεγάλη γερμανική επίθεση της 23ης Απριλίου αποκρούστηκε. Τα γερμανικά άρματα αποδείχθηκαν δύσχρηστα στις ορεινές διαβάσεις, ενώ η τρομερή Λουφτβάφε δεν κατόρθωσε πολλά πράγματα.

Η αδυναμία δυο πανίσχυρων χωρών του Άξονα να κάμψουν την αντίσταση της μικρής και αδύναμης Ελλάδας προκάλεσε τεράστια εντύπωση στη διεθνή σκηνή, αλλά και έντονο προβληματισμό. Η γερμανική αποτυχία ήταν βούτυρο στο ψωμί του Μουσσολίνι που με τον τρόπο αυτό δικαιολογούσε την ιταλική αποτυχία στο αλβανικό μέτωπο. Ο Χίτλερ και το επιτελείο του βρέθηκε σε δίλημμα: θα συνέχιζε την προσπάθεια κατάκτησης της Ελλάδας σπαταλώντας δυνάμεις και χρόνο, αναβάλλοντας αναγκαστικά το μεγάλο σχέδιο της εισβολής στη Ρωσία; Ή μήπως θα αποχωρούσε αφήνοντας ανοιχτό το μέτωπο και οχυρώνοντας απλώς τα σύνορα;

Ο Χίτλερ επέλεξε το δεύτερο. Οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν, αφήνοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό το «Μακεδονικό Μέτωπο» σταθεροποιήθηκε. Ηρεμία επικράτησε όλο το καλοκαίρι του 1941. Μετά την εισβολή των Ναζί στη Ρωσία στις 22.6.1941, η ηρεμία διατηρήθηκε και όλο το 1942, αφού ούτε οι Ιταλοί, ούτε οι Βούλγαροι δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να διασπάσουν την αμυντική γραμμή. Από την άλλη, ούτε οι Έλληνες και οι Βρετανοί μπορούσαν να προκαλέσουν στρατηγικές επιπτώσεις με τις περιορισμένες δυνάμεις τους.

Η Ελλάδα δεν γνώρισε ποτέ τη φρίκη της γερμανικής Κατοχής. Από το Μάιο του 1943 οι Σύμμαχοι μετέφεραν σημαντικές δυνάμεις στο «οχυρό Ελλάδα» ώστε να διεκδικήσουν μια αποφασιστική νίκη. Η Συμμαχική απόβαση έγινε στη Σικελία, και η Ιταλία συνθηκολόγησε το Σεπτέμβριο. Έτσι οι ιταλικές μεραρχίες αποχώρησαν από το Μακεδονικό Μέτωπο. Η γερμανική διοίκηση απέστειλε τις δικές της δυνάμεις, οι οποίες όμως συμπτύχθηκαν στο παλιό μακεδονικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (νότια Αλβανία, Βόρας, Τζένα, Δοϊράνη και Στρυμώνας). Έτσι απελευθερώθηκε σημαντικό μέρος της ελληνικής επικράτειας.

Το καλοκαίρι του 1944 οι εξελίξεις σε άλλα μέτωπα επέτρεψαν την ελληνική προέλαση στην Αλβανία ενώ οι Βρετανοί επιτέθηκαν στη Βουλγαρία. Τότε εισήλθε στον πόλεμο η πάντα καιροσκοπική Τουρκία, πλήττοντας τη Βουλγαρία, διαβλέποντας έτσι οφέλη.

Το Μάιο του 1945 η Γερμανία συνθηκολόγησε. Η Ελλάδα απέκτησε τη Βόρεια Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα. Της παραχωρήθηκε επίσης μεγάλο μέρος του ιταλικού στόλου. Με τον πληθυσμό της αυξημένο κατά 450.000 ψυχές και την εθνική επικράτεια μεγαλύτερη κατά 18.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρίς την συμφορά της Κατοχής και τη διχαστική πληγή του Εμφυλίου, η Ελλάδα ξεκίνησε το έργο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης μέσα σε πολύ καλύτερες συνθήκες απ’ ό,τι στο δικό μας κόσμο…

173 views
bottom of page