top of page

Αθήνα 1910 - Η Νύχτα του Κομήτη Ο Μεγάλος Πανικός απο το Πέρασμα του Κομήτη του Halley


Πριν ακριβώς εκατό χρόνια, στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα επικρατούσε τρόμος. Αιτία, ο φημολογούμενος κίνδυνος από τη διέλευση της Γης από την ουρά του κομήτη του Halley. Συγκρίνοντας τον τότε πανικό με αντίστοιχα σημερινά περιστατικά, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα.

Του Θανάση Βέμπου


Πριν από ακριβώς έναν αιώνα, η Αθήνα, ο Πειραιάς αλλά και άλλες πόλεις και χωριά της Ελλάδας τελούσαν υπό το κράτος ενός παράξενου πανικού. Ενός πανικού που στην πραγματικότητα είχε εξαπλωθεί σε όλη την υφήλιο. Η διασταύρωση της ουράς του κομήτη του Halley με τη Γη το Μάιο του 1910 είχε ως αποτέλεσμα ένα άνευ προηγουμένου κλίμα υστερίας στο απόγειο της Μπελ Επόκ, σε μια εποχή που η εξοικείωση του κοινού με τα αστρονομικά φαινόμενα και το διάστημα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη –ενώ η αστρονομική γνώση υστερούσε παρομοίως. Με την έλευση του νέου αιώνα επικρατούσε μια εποχή γενικότερης αισιοδοξίας, που δεν είχε ακόμα συντριβεί από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου –και τις εξελίξεις των μετέπειτα δεκαετιών που θα μετέτρεπαν τον 20ο αιώνα στον πλέον αιματοβαμμένο της ανθρώπινης ιστορίας.


Αντιστοίχως, η Ελλάδα εκείνης της εποχής, ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Με γεωγραφικά σύνορα που έφταναν ως τον Όλυμπο, με τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Κρήτη και πολλά νησιά εκτός ελληνικής επικράτειας, έχοντας υποστεί εξευτελιστική συντριβή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα οικονομικά της (σας θυμίζει κάτι αυτό;) η τότε Ελλάδα ήταν μια καθυστερημένη και αδύναμη χώρα που προσπαθούσε να βρει το δρόμο της, λίγο πριν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ριζική ανατροπή του γεωπολιτικού σκηνικού στα Βαλκάνια.

Μέσα στο σκηνικό αυτό, που ζωντανεύει σήμερα μέσα από κιτρινισμένες σελίδες εφημερίδων και ημερολογίων και ασπρόμαυρες, θολές φωτογραφίες, ένας αλλόκοτος πανικός ήρθε να προστεθεί στις μύριες όσες έγνοιες που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες: ο φόβος για τον κομήτη του Halley.


Ο κομήτης του Halley, ένας από τους πλέον τακτικούς περιοδικούς κομήτες του Ηλιακού Συστήματος είχε ανακαλυφθεί από τον Βρετανό αστρονόμο Edmund Halley, ο οποίος και είχε προσδιορίσει την περίοδό του: 76 χρόνια. Το πέρασμα του 1910 ήταν σημαδιακό. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που αφ’ ενός μεν η αστρονομία είχε εξελιχθεί αρκετά, αλλά και οι τηλεπικοινωνίες και συγκοινωνίες είχαν φτάσει σε σημείο ώστε μια είδηση να εξαπλώνεται αρκετά γρήγορα –τουλάχιστον στην πολιτισμένη υφήλιο. Έτσι, ένα άρθρο του διάσημου Γάλλου αστρονόμου Flammarion αλλά και ανακοινώσεις άλλων επιστημόνων σχετικά με την ύπαρξη δηλητηριωδών αερίων (κυανογόνο) στην ουρά του κομήτη, δημιούργησαν ανησυχίες. Όπως είχε υπολογιστεί, τη νύχτα της 5ης Μαΐου 1910, η ουρά του κομήτη του Halley (ένα αραιότατο νέφος αερίων με όγκο εκατομμύρια κυβικά χλμ) θα διασταυρωνόταν με τον πλανήτη μας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αέρια της ουράς των κομητών είναι εξαιρετικά αραιά, αλλά οι πενιχρές αστροφυσικές γνώσεις εκείνης της εποχής άφηναν μεγάλο περιθώριο αβεβαιότητας και επέτρεπαν την διατύπωση «τρομολαγνικών» σεναρίων –αν και είναι γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των αστρονόμων της εποχής διέψευδαν τους φόβους.


Όμως ο φόβος δεν έχει λογική και πάει χέρι-χέρι με την άγνοια. Έτσι ο πανικός επεκτάθηκε γρήγορα σε πολλές χώρες και έφτασε φυσικά και στην Ελλάδα. Οι εφημερίδες της εποχής αποτελούν μια ενδιαφέρουσα «χρονομηχανή» που μας επιτρέπει να εξετάσουμε το κλίμα που επικρατούσε τότε.


Οι φόβοι και η αγωνία αυξάνονταν όσο πλησίαζε η… αποφράδα ημέρα του Μαΐου. Στα τέλη Απριλίου, ο κομήτης του Halley αποτελούσε ένα εντυπωσιακότατο θέαμα στον νυχτερινό Αττικό ουρανό (πολύ διαυγέστερο και πολύ σκοτεινότερο τότε). Ο κομήτης εμφανιζόταν στις 3 τα ξημερώματα λίγο αριστερότερα και ψηλότερα της Αφροδίτης. Στις 3.20 πμ εμφανιζόταν η κεφαλή ενώ η ουρά έπιανε το 1/4 του ουρανού! «Και είνε ωραίον και μεγαλοπρεπές το θέαμα του κομήτου, που ομοιάζει με ένα μεγάλον ηλεκτρικόν προβολέα ρίπτοντα την δέσμην των ακτίνων του εις τον ορίζοντα», έγραφε χαρακτηριστικά ο Χρόνος της 29ης Απριλίου. Στο ίδιο φύλλο διαβάζουμε:


«Καθ’ εσπέραν, οι κύκλοι των ξενύχτηδων ογκούνται και πληθύνονται διαρκώς. Ενώ πριν εμετρούντο εις τα δάκτυλα, τώρα βλέπετε κάθε νύκτα πλήθος ανθρώπων οι οποίοι ουδέποτε έμειναν πέραν της πρώτης πρωινής έξω της οικογενειακής εστίας, να κάθηνται και με ιώβειον αληθινά υπομονήν να αναμένουν να ιδούν τον κομήτην. Και ακούετε τας πρωινάς ώρας εις όλας τας αθηναϊκάς όδους, από τας κεντρικωτέρας μέχρι της πλέον αποκέντρου, διαλόγους: -Και πώς τέτοια ώρα έξω, κυρ Γιάννη; -Βρε αδελφέ, εκάθησα κι εγώ για να ιδώ αυτόν τον κομήτη που θα μας χαλάση».

«Ψευτιές των εφημερίδων»


Στις αρχές Μαΐου, η ανησυχία είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Οι Καιροί (Τρίτη 4.5.1910) γράφουν ενδεικτικά: «Σοβαρά ή ελαφρότερα, τραγικά ή αστεία, κρούσματα της κομητοφοβίας από όλον τον κόσμον αναγγέλλονται καθημερινώς. Και η ανθρωπότης του 20ου αιώνος φαίνεται σχεδόν τόσο απλοϊκή όσον και η των μέσων αιώνων, όσον η του έτους 1000 μΧ…». Ο ιός του πανικού είχε ριζώσει για τα καλά και στη χώρα μας. Στον Χρόνο (πάλι της Τρίτης, 4.5.1910), παίρνουμε μια σχετική ιδέα: «Δυο ημέραι μας υπολείπονται ακόμη. Και ύστερα; Αυτό το ‘ύστερα’ είναι που έχει ξεζουρλάνει τα εννέα δέκατα των Αθηναίων. Συζητήσεις εις τα καφενεία διά τον κομήτην, κουβεντολόι ατελείωτο επί του αυτού θέματος… Το μόνον ζήτημα της ημέρας και της νυκτός. Θα μας καταστρέψη η διαβολεμένη αυτή ουρά ή θα την περάσωμε χωρίς καμμίαν βλάβην; Δεν πιστεύωμεν ποτέ οι Αθηναίοι να ησθάνθησαν μεγαλειτέραν αγωνίαν, ούτε ακόμη κατά τας παραμονάς βουλευτικών εκλογών. Τι γίνεται την νύκτα εις την οδόν Πανεπιστημίου όπου διακρίνεται καλλίτερα η τεραστία ουρά εις το Ζάππειον και εις το Πολύγωνον ακόμη, κατά τας πρωινάς ώρας, δεν λέγεται». Στο φύλλο της ίδιας ημέρας, ο επιφυλλιδογράφος «Δείνα» γράφει σχετικά με το Ζάππειο: «Το χθεσινόν Ζάππειον δεν ενεθύμιζε τίποτε από τον ερημικόν κήπον με τους ολίγους ρωμαντικούς και σιωπηλούς του περιπατητάς, που εγνωρίσαμεν όλοι τας νύκτας της ανοίξεως και του καλοκαιριού… σμήνη ανθρώπων εκυκλοφόρουν ανήσυχα, μαύραι σκιαί διεκρίνοντο εις κάθε πάγκον καθισμέναι, γυναικόπαιδα έσπευδαν εδώ κι εκεί, νεολαία ανεβοκατέβαινε με κιθάρας και μανδολίνα και φωνάς, γέροντες ακόμη με μποξάδες περιεπλανώντο, ως υπάρξεις καταδιωκόμεναι από αγρυπνίαν».


Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, 5 Μαΐου, ο Χρόνος κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο Ανόητος Τρόμος», προσπαθώντας να διασκεδάσει τους φόβους και να εντοπίσει τη ρίζα του κακού. Βλέπετε, η… συντέλεια του κόσμου έχει οριστεί για το βράδι εκείνης της μέρας. «Ο πανικός ο οποίος κατέλαβε τον κόσμον από την σημερινήν συνάντησιν της Γης μετά της ουράς του κομήτου Χάλεϋ, οφείλεται πρωτίστως εις την επιπολαιότητα μεθ’ ης ωμίλησαν πολλοί αστρονόμοι της Ευρώπης και της Αμερικής περί της συστάσεως και της τροχιάς του αλήτικου άστρου, αλλ’ οφείλεται συγχρόνως και τις την αναγνωσματοποίησιν του φυσικού τούτου φαινομένου, την οποίαν απεπειράθησαν πολλαί εν Αθήναις και εν Ευρώπη εφημερίδες δια γνωστούς λόγους». Εκατό χρόνια αργότερα, τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα θα «αναγνωσματοποιούσαν» την φοβερή και τρομερή «πανδημία» της «φονικής» γρίππης…




Την ίδια ημέρα, 5 Μαΐου, οι Καιροί φιλοξενούν κι αυτοί ολοσέλιδο άρθρο με τίτλο «Ουδένα Κίνδυνο Διατρέχει η Γη». Ο λογοτέχνης Τίμος Μωραϊτίνης γράφει χαρακτηριστικά στο φύλλο εκείνης της ημέρας. «Εξεκινήσαμεν λοιπόν δια το Ζάππειον. Όσον επλησιάζαμεν εβλέπαμεν πλήθη ανθρώπων που επήγαιναν μυστηριώδη κάτω από την δενδροστοιχίαν. Κυρίαι φορούσαι τα επανοφώρια των συζύγων των και γυναικούλες του λαού τυλιγμέναι εις σαλάκια, νέοι ρωμαντικοί και παιδιά νυσταγμένα, όλοι έτρεχαν περίεργοι. Μία έξυπνη γριούλα των συνοικιών έλεγε. ‘Δεν βαριέστε! Πού κομήτης; Είνε ψευτιές των εφημερίδων, καλέ κυρία Παρασκευούλα μου, ψευτιές’». Μάταια οι αστρονόμοι προσπαθούν να κατευνάσουν τους φόβους, λέγοντας πως το μόνο φαινόμενο άξιο λόγου που ίσως παρατηρηθεί, θα είναι φωταύγεια της ατμόσφαιρας ή πτώση διαττόντων. Στο Χρόνο της Τετάρτης, 5ης Μαΐου, ο περίφημος καθηγητής Αιγινήτης, διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών στην περίοδο 1890-1937, λέει στον συντάκτη της εφημερίδας: «Την Πέμπτην το πρωί [ο κόσμος] θα ξυπνήση, εάν υποθέσωμεν ότι θα κατορθώση να κοιμηθή εκείνο το βράδυ, και θα απορή πώς ανησύχησε τόσον πολύ διά τόσον μικρό πράγμα. Μία θα είναι και τότε η ερώτησις που θα υποβάλη την Πέμπτην κάθε άνθρωπος τις τον εαυτόν του: ‘Μπα, αυτό ήτανε όλο;’».


Ωστόσο δεν ήταν όλοι οι καθηγητές τόσο ψύχραιμοι. Ο Χρόνος (6.5.1910) αναφέρει το εξής περιστατικό. «Μόλις εξεδόθη το παράρτημα του Χρόνου έξω από τα καφενεία των Χαυτείων εσχηματίσθησαν κύκλοι συζητητών, σχολιάζοντες το τέλος του κόσμου. Μεταξύ των συζητητών ήτο και ο δημοφιλής πολιτευτής Άργους κ. Πλατούτσας, επιμένων ότι δεν έχει να φοβηθή ο κόσμος τίποτε από τον κομήτην. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου κ. Κυπ. Στέφανος διερχόμενος εκείθεν σταματά και αποτεινόμενος προς τον κ. Πλατούτσαν του λέγει:

-Σπεύσε να εξομολογηθής. Ο κόσμος καταστρέφεται απόψε από τον κομήτην.

-Κύριε καθηγητά, απαντά ο κ. Πλατούτσας, από γενέσεως κόσμου ο Θεός δια να καταστρέψη την γην στέλλει πάντοτε σεισμούς και πλημμύρας. Τους κομήτες και τα άστρα τα κρατεί για στόλισμα εις τον ουρανόν. Δε καταδέχεται να τους στείλη εις την γην.

Ο κ. καθηγητής έφυγεν ευχαριστημένος».


«Νυξ Πανικού και Τρόμου»


Και η νύχτα της Τετάρτης ήρθε. Τι έγινε τότε; Οι εφημερίδες της εποχής μας δίνουν μια ιδέα. «Και ήτο τόσην η συγκίνησις, ώστε και άνθρωποι σοβαροί διετέλουν χθες εν παραδόξω ταραχή, θεωρούντες άφευκτον την καταστροφήν. Συνεζήτουν όλην την ημέραν περί του κομήτου και των μέσων δια των οποίων ήλπιζον ότι πιθανώς να εσώζοντο εξ αυτού» (Καιροί, 6.5.1910). Ο τρόμος των Αθηναίων έφτασε σε τέτοιο σημείο που ένα σωρό κόσμος κατέκλυζε τα φαρμακεία της πρωτεύουσας για να προμηθευτούν… οξυγόνο και να γλιτώσουν από την ασφυξία των αερίων του κομήτη. Και οι φαρμακοποιοί, μην μπορώντας να αντεπεξέλθουν στην τεράστια ζήτηση του οξυγόνου, πουλούσαν αιθέρα και αμμωνία.



Οι εφημερίδες έγιναν ανάρπαστες. Χιλιάδες άτομα, κάθε τάξης, φύλου και ηλικίας πλημμύρισαν το Ζάππειο, τους λοφίσκους κοντά στο Αστεροσκοπείο και σε όλα τα υψώματα. Κάποιοι από αυτούς το διασκέδαζαν, αλλά οι περισσότεροι ήθελαν να περάσουν εκεί τις τελευταίες ώρες της ζωής τους. «Πολλοί μάλιστα», γράφουν οι Καιροί, «πρακτικώτεροι αυτοί κατά την νυκτερινήν εκστρατείαν των, έφερον μεθ’ εαυτών μέσα εις καλαθάκια, διάφορα φαγητά, φιάλας οίνου και φούσκας… οξυγόνου, το οποίον είχον φροντίσει να προμηθευθούν από την ημέραν εκ των φαρμακείων». Στο μεταξύ «τα γραΐδια των συνοικιών», είχαν συγκεντρωθεί στις εκκλησίες όπου ξαγρύπνησαν με προσευχές και δεήσεις, αφού είχε προηγηθεί η απαραίτητη εξομολόγηση και αλληλοσυγχώρεση. «Εις την συνοικίαν των Εξαρχείων εθεάθησαν και αλληλοσυνεχωρήθησαν μεταξύ των κρατούσαι θυμιατήρια και λιβανίζουσαι, άγνωστον βέβαια τι λιβανίζουσαι…» (Καιροί). Στην ίδια εφημερίδα διαβάζουμε σπαρταριστά περιστατικά:


* «Ένας χονδρός πλανόδιος έμπορος έλεγεν εις κύκλον από κοριτσόπουλα: Το λοιπόν, που λέτε, η ουρά του κομήτη είνε σαν είδος φωτιές κολλημένες πολύ σφιχτά… Να όπως τα σπυριά του ροδιού. Αυτές λοιπόν θα πέσουν στη Γη και την κάνουν Γης Μαδιάμ…»


* «Και άλλος με περισσοτέρας αστρονομικάς γνώσεις: Ο κομήτης τρέχει χίλιες φορές πειο γρήγορα από τον ηλεκτρισμό που φθάνει τον ήλιο σε μισό δευτερόλεπτο… Δεν το πιστεύετε; Κι όμως εγώ το διάβασα γραμμένο από έναν σοφό Αμερικανό αστυνόμο…»


Ο λόφος των Νυμφών με το Αστεροσκοπείο πλημμύρισε από κόσμο που ίσως ένιωθε περισσότερη ασφάλεια κοντά στο παρατηρητήριο των ουρανών. Στην Ομόνοια ένας άγνωστος νέος παραφρόνησε. Το ίδιο και ένας απόστρατος αξιωματικός. «Ένας παπάς μετά 4-5 άλλων μέχρι βαθυτάτης νυκτός εις εν οινοπωλείον έθυσαν εις τον Βάκχον δια να αποθάνουν ήσυχοι ότι εξετέλεσαν ένα καθήκον» (Σκριπ, 6.5.1910). όμως το καλύτερο έγινε σε ένα ύψωμα της Πλάκας, όπου καμιά τριανταριά άντρες οπλισμένοι με ρόπαλα είχαν συγκεντρωθεί περιμένοντας να… κόψουν την ουρά του κομήτη!!


Στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, στην Πατησίων, είχαν εγκατασταθεί υπαίθρια ξενοδοχεία ύπνου και είχαν στηθεί κρεβάτια από οικογένειες που δεν ήθελαν να χάσουν το θέαμα, να μην χάσουν τον ύπνο τους και να πεθάνουν αγκαλιασμένοι και αδελφωμένοι. Κοντά στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Μεταξουργείο, ένας οικογενειάρχης προμηθεύτηκε ένα ολόκληρο κάρο πάγου το οποίο τοποθέτησε στην αποθήκη του σπιτιού του. Πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του και εγκαταστάθηκε στο κέντρο της αποθήκης, πιστεύοντας ότι ο πάγος θα τους προστάτευε από την τρομακτική θερμότητα του κομήτη η οποία θα προκαλούσε ασφυξία. «Και μόνον όταν η δυστυχής συμβία του εδέησεν να επικαλεσθή των γειτόνων την συνδρομήν, κατωρθώθη να τον πάρουν εκείθεν σχεδόν πεθαμένον εκ φόβου και να τον βγάλουν εις το ύπαιθρον» (Σκριπ, 7.5.1910). Στην ίδια συνοικία αναφέρθηκε ότι μια γυναίκα παραφρόνησε όταν πλησίαζε η «ώρα της σύγκρουσης». «Ο 30ετής Σπ. Κόνσολας, φωτογράφος, μεταβάς παρά τον Λυκαβηττόν ίνα σωθή από την επίθεσιν του κομήτου, υπέστη θανάσιμον τραυματισμόν εκ πτώσεως και τώρα νοσηλεύεται εις το νοσοκομείον καταρώμενος τους αστρονόμους, οίτινες έγινον αφορμή εκτός αυτού να πάθη συγκοπήν και να αποθάνη πριν την φονεύση το ουράνιος Γαβριάς και κάποια άλλη γραία Μαριγώ, αγνώστου επωνύμου» (Σκριπ, 7.5.1910).


Και στον Πειραιά όμως, όλοι έτρεμαν το πλησίασμα της νύχτας της Τετάρτης, 5 Μαΐου. «Η αγωνία και ο φόβος αυτός πολλού κόσμου είχαν ως συνεπακόλουθα πλείστα επεισόδια κατά το μάλλον και ήττον κωμικοτραγικά. Από της 9ης μμ ασυνήθης κίνησις εις όλας τας συνοικίας και τας οδούς επεκράτει. Ο κόσμος ητοιμάζετο εις γενικήν έξοδον δια να ιδή τον φοβερόν κομήτην.. εκάστη συνοικία είχε και τους αυτοκλήτους αστρονόμους και προφήτας της… εν τούτοις ο κόσμος κατανικώμενος υπό της περιεργείας εξήλθε πανοικεί και διεσκορπίσθη εις τα διάφορα μέρη, όθεν καλλίτερον διεφαίνετο το βάθος του ορίζοντος από του οποίου θα προέβαλλε η ανθρωποκτόνος ουρά».


Στο λόφο του Προφήτη Ηλία είχε συρρεύσει άπειρο πλήθος –και βεβαίως εκτυλίχθησαν κι εκεί διάφορα επεισόδια. Οι γριούλες σταυροκοπιούνταν και προσεύχονταν ακατάπαυστα, παρακαλώντας το Θεό και τον Προφήτη Ηλία να… κόψει την ουρά του κομήτη! Λίγο πιο κάτω είχαν σχηματιστεί πυκνά «πηγαδάκια» στα οποία η επιστημονικοφανής φλυαρία εναλλασσόταν με το εσχατολογικό κήρυγμα. «Ολόκληρη η παραλιακή οδός Φαλήρου από οικίας Αξελού μέχρι Σιμοπούλου είχε κατακλυσθεί από πλήθη που πηγαινοέρχονταν κα συζητούσαν παρατηρώντας το ΒΑ μέρος του ορίζοντος απ’ όπου θα ανέτειλε ο κομήτης» (Καιροί, 6.5.1910). Στον ορμίσκο του Κουμουνδούρου, παρέες νέων περίμεναν το τέλος του κόσμου με λιγότερο πένθιμο τρόπο: με τραγούδια, κιθάρες και μαντολίνα.


Στο Πασσαλιμάνι είχε συγκεντρωθεί ένα τεράστιο πλήθος γιατί είχε αναγγελθεί ότι ο κινηματογράφος θα λειτουργούσε μέχρι το πρωί. Εξίσου μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί στη Φρεαττύδα κι έμεινε εκεί μέχρι το πρωί για να δει το τέλος του κόσμου. Κάποιος άγνωστος φαρσέρ, εκμεταλλευόμενος το γενικό κλίμα, είχε βάλει έναν τελάλη ο οποίος περιφερόταν στις συνοικίες και καλούσε τον κόσμο να βγει έξω τα μεσάνυχτα γιατί «θα γινόταν φοβερός σεισμός». Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτό επιδείνωσε ακόμα περισσότερο το κλίμα. Μια άλλη ομάδα φαρσέρ, στο Ζάππειο αυτή τη φορά, έκανε «χαβαλέ»: κατά διαστήματα κάποιος από την παρέα σωριαζόταν καταγής ως δήθεν προσβληθείς από τα… δηλητηριώδη αέρια του κομήτη! Άλλοι πάλι άναβαν θειάφι, η αποπνιχτική οσμή του οποίου τρομοκρατούσε και έτρεπε σε φυγή πολλούς. Εννοείται ότι έγιναν πολλές παρεξηγήσεις και παρά λίγο να πέσει και πολύ ξύλο.


«Εξωφρενικαί Σκηναί Εις τα Ύπαιθρα και Επεισόδια», έγραφε το φύλλο του Σκριπ της Πέμπτης 6ης Μαΐου. «Ο κίνδυνος ο εξ ουρανού έκαμεν όλον τον κόσμον εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας να άρη το πρόσωπόν του από την γην και να κυττάξη εις τον Ουρανόν και να θυμηθή ότι υπάρχει και Θεός! Όπου επήγαινέ τις και όπου εστέκετο, έβλεπε ανθρώπους ατενίζοντες προς τα ύψη και ομιλούντας περί του τέλους του κόσμου, περί της συντελείας των αιώνων, περί συγχωρήσεως αμαρτιών, περί κρίσεως και αθανασίας ψυχής, περί ηλιακών συστημάτων και κινήσεως των αστέρων, περί της αξίας ή της μηδαμινότητος της αστρονομίας κτλ!. Θα ήτο υπεράνθρωπον αν κατόρθωνε κανείς να περιγράψη τα χθεσινά γεγονότα του υπαίθρου και των συνοικιών, την γενικήν εκστρατείαν των Αθηνών, του Πειραιώς και των περιχώρων, τας εφόδους προς κατάληψιν θέσεων καλλιτέρων δια να είνε… καλλίτερος ο θάνατος, τόσα και τόσα που αύριον αναμφιβόλως θα χρησιμεύσουν ως θέματα κωμωδιών και επιθεωρήσεων».


Εκατοντάδες άτομα από τον Πειραιά μετέβησαν στην Αθήνα για να πεθάνουν συντροφιά με συγγενείς και φίλους. Υπήρξαν όμως και άλλοι που έκαναν ακριβώς το αντίθετο: κατέβηκαν στο Φάληρο, μπήκαν σε βάρκες και ξανοίχτηκαν στο πέλαγος για να πεθάνουν ένδοξα. Μια παρέα εύθυμοι ξενύχτηδες περιόδευαν σε σημεία που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος ψάλλοντας το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Στον Πειραιά μια ομάδα μεταναστών που ήθελε να μεταβεί στην Αμερική με το υπερωκεάνιο Πατρίς, ανέβαλε το ταξίδι και την αγορά εισιτηρίων και αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στην ύπαιθρο γιατί, αφού θα καταστρεφόταν ο κόσμος, δεν υπήρχε ανάγκη να δώσουν χρήματα για μάταιη αγορά εισιτηρίων. Εννοείται πως οι διαρρήκτες είχαν την καλύτερή τους, αφού αλώνιζαν ανενόχλητοι στα εγκαταλειμμένα σπίτια. Την καλύτερή τους είχαν επίσης και οι μαγαζάτορες στα σημεία που είχε συρρεύσει ο κόσμος τη Νύχτα του Κομήτη. Ο Χρόνος, (7.5.1910), αναφέρει πως ένα μικροζυθοπωλείο στο Θησείο έκανε κυριολεκτικά χρυσές δουλειές: τη νύχτα εκείνη έκανε τζίρο το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των χιλίων δραχμών, ενώ τις καθημερινές ο τζίρος του έφτανε στο ποσό των 2 (δυο) δραχμών και τριάντα λεπτών!

Η Επόμενη Μέρα

Όταν ξημέρωσε η Πέμπτη 6 Μαΐου και οι αχτίδες του ήλιου που ανέτειλε διάλυσαν τους φόβους, όλοι συνειδητοποίησαν ότι η συντέλεια του κόσμου είχε… αναβληθεί και ξαναγύρισαν στις δουλειές τους ή στις ασχολίες τους ανακουφισμένοι. Και βεβαίως ακολούθησαν σχόλια, επικρίσεις και γκρίνιες. «Την εποχήν μας, η διάδοσις της επιστήμης και η ανάπτυξις του λαού δεν ημπόδισε διόλου την ψυχοπάθειαν να καταλάβη εξ ολοκλήρου όλα τα κοινωνικά στρώματα, ο δε πανικός επετέλεσε και εις τον αιώνα μας το μέρος του» (Χρόνος, 6.5.1910). Την ίδια μέρα, οι Καιροί έγραφαν: «Καθ’ ημάς ο φόβος ούτος από του κομήτου δεν πηγάζει εξ υποβολής, ουδέ εξ ιστορικών αναμνήσεων… Καθ’ ημάς ο από του κομήτου φόβος είνε ένστικτος και έχει αιτίαν φυσιολογικής εξελίξεως…. Ίσως εις απωτάτους και παναρχαίους αιώνας έσχον ολεθρίαν επίδρασιν επί της Γης, κατεφόβισαν δε τα ανθρώπινα γένη, τα οποία έκτοτε, ως γνωματίζει η θεωρία της εξελίξεως, αισθάνονται φόβον και τρόμον εκ της εμφανίσεως των κομητών». Και στην ίδια εφημερίδα, ο «Φιλέας Φογγ» παρατηρούσε με οξυδέρκεια:


«Ολίγας ημέρας μόνον εκράτησεν αυτή η αμφιβολία και είδαμεν να επικρατήση κάποια απόπειρα γαλήνης επί της γης. Άνθρωποι με κατακάθισμα κακίας εις την ψυχήν των απεφάσισαν να κάμουν αβαρίαν της κακίας αυτής. Μια πνοή συμφιλιώσεως έπνευσεν εις την ατμόσφαιράν μας. Εις τα παρασκήνια ενός θερινού θεάτρου δυο καλλιτέχνιδες, αι οποία τρώγονται μη ευρίσκουσαι αρκετήν την δόξαν εις τον κόσμον, ερρίφθησαν χθες η μία εις τας αγκάλας της άλλης. Αν διήρκει ακόμη μίαν ημέραν η αγωνία, θα κατορθώνετο να γίνουν αι θερμότεραι φίλαι.

»Ιδού λοιπόν ότι χρειάζεται κάποτε-κάποτε να έρχεται μια απειλή από τα ύψη. Δια να γίνη μία βελτίωσις της ψυχής μας, χρειάζεται να έλθη κάποια ανωμαλία εις το σύμπαν. Μία ουρά κομήτου, απέχουσα εκατομμύρια λεύγας από την γην, κατορθώνει ό,τι δεν κατόρθωσεν ακόμη η διδασκαλία του Ιησού: Να εξημερώση ολίγον τον άνθρωπον».





Και το Σκριπ ξεσπάθωνε (6.5.1910) εναντίον των «υπευθύνων» (των επιστημόνων αυτή τη φορά) με μια βιαιότητα που μαρτυρά πολλά για την ψυχοσύνθεση του Νεοέλληνα, και η οποία παραμένει ίδια και απαράλλαχτη ακόμα και σήμερα.


«Αποσυρθήτε τώρα εις τους κοιτώνας σας διότι η αγρυπνία ήταν πολύ κοπιαστική και κοιμηθήτε εν ησυχία και απολαύσατε πάλιν την ζωήν, την οποίαν τόσον σκληρώς επεβουλεύθησαν οι αθεόφοβοι αυτοί σοφοί. Και αφού αναπαυθήτε, ελάτε να ενωθώμεν όλοι εις εν παμμέγιστον, άγριον συλλαλητήριον και να πάμε να τους ανακαλύψωμεν τώρα κι εμείς, να τους συλλάβωμεν και να τους ανασκολοπίσωμεν, φροντίζοντες να τους τοποθετήσωμεν ούτως, ώστε να έχουν τα μάτια των ακόμη εστραμμένα προς τον ουρανόν και να φαίνωνται ως να του λέγουν: αααχ! εσύ θηρίον, τα φταις όλα, εσύ μας επήρες στο λαιμό σου».


Στους Καιρούς της Παρασκευής 7 Μαΐου, ο Τίμος Μωραϊτίνης έγραφε ένα χιουμοριστικό αφήγημα της «επόμενης μέρας», με τίτλο «Η Καταστροφή – Ρεπορτάζ ενός που Διεσώθη», σε μια υποθετική επαύριο που η συντέλεια είχε επέλθει και η ανθρωπότητα αποτελούσε πια παρελθόν:


«Ήρχισε να ξημερώνη. Καταβάλλομεν προσπαθείας αγωνιώδεις να εγερθώμεν. Τέλος εγειρόμεθα και ευρισκόμεθα αμέσως εν μέσω ερειπίων, σωρών αμόρφων χωμάτων, ξύλων, πετρών πτωμάτων. Το θέαμα μας φέρει ίλιγγον. Εις το πλησίον καφενείον μία εικών προκαλούσα δάκρυα. Ένα γκαρσόνι έχει κοκαλώσει με το δίσκο στο χέρι. Έχει διασωθεί ένα τραπέζι με δυο καφέδες επάνω. Απροσδόκητος ευτυχία! Τους πίνουμε. Αλλ’ ο φίλος μου μορφάζει. Τον ήθελε βραστόν γλυκύν, ενώ ο διασωθείς καφές ήτο μέτριος.

»Προχωρούμεν δια μέσου ερειπίων. Μετά δυο βήματα δεν γνωρίζομεν πού ευρισκόμεθα. Η πόλις είναι μέγας σωρός συντριμμάτων. Κάτω από ένα γυρμένον δένδρον ένα ζεύγος ενηγκαλισμένων. Ολίγο παρά κάτω ένας χωροφύλαξ με την σφυρίκτραν εις το στόμα. Τον δυστυχή! Τον εύρεν ο κομήτης καθ’ ην στιγμήν εσφύριζε… την δημοσίαν ασφάλειαν.

-Πρώτην φοράν, μου λέγει ο φίλος μου, η αστυνομία κοιμάται μαζή με όλον τον κόσμον. Συνήθως εκοιμάτο ενωρίτερα».


Αυτή ήταν με δυο λόγια η συνοπτική περιγραφή του πανικού εκείνης της άνοιξης πριν από εκατό ακριβώς χρόνια. Το 1910 μπορεί να υπήρχε φτώχεια, αμορφωσιά και θρησκοληψία, να μην υπήρχαν τηλεοπτικά κανάλια, κινητά, twitter, και blog, αλλά δεν υπήρχε ούτε κι η υποκριτική υπερευαισθησία και παθολογική υποχονδρία που χαρακτηρίζει την σημερινή ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία. Το 1910 η καθημερινή ζωή ήταν σκληρή, η αρρώστια και ο θάνατος μια καθημερινή πραγματικότητα και ο πήχης της ευαισθησίας σημαντικά μικρότερος. Άραγε πώς θα αντιδρούσε η σημερινή ελληνική κοινωνία σε έναν αντίστοιχο μαζικό πανικό; Για να πάρουμε μια ιδέα, δεν χρειάζεται να φανταστούμε μια αντίστοιχη «κομητική απειλή». Αρκεί να θυμηθούμε τον πολύ πρόσφατο εν πολλοίς παραφουσκωμένο και ξεχειλωμένο μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε «κίνδυνο» της πανδημίας της γρίπης: το τσίρκο των γιατρών και των επαγγελματιών υγείας, το ξεπούλημα αντιβιοτικών, εμβολίων και αντισηπτικών, την τρομολαγνεία, την κίτρινη δημοσιογραφία και το φιάσκο των εμβολίων που έμειναν στα αζήτητα…

Ο ΑΕΡΟΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ

Τη «νύχτα του κομήτη», ένας αερόλιθος εισήλθε στην ατμόσφαιρα πάνω από την Ελλάδα για να εκραγεί με εκτυφλωτική λάμψη και εκκωφαντικό κρότο κάπου πάνω από το Πήλιο. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής του τηλεγραφείου Μηλεών, κ. Σακκουλάς, έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα προς το Αστεροσκοπείο Αθηνών. (Σκριπ, 8.5.1910)

«Ώραν 1.15 πμ, ουρανοπετής λίθος, έχων διεύθυνσιν εκ δυσμών προς βορειοανατολάς, κατέπεσεν επί ημετέρου πλανήτου μετά κρότου ισχυροτάτου. Βροντή ομοία τοπομαχικώ πυροβόλω ηκούσθη βορειοανατολικώς, μετά είκοσι περίπου δευτερόλεπτα από εμφανίσεώς του. Εντατική δύναμις φωτός του αποθαμβωτική. Επί 3-4 περίπου δευτερόλεπτα εφωτίσθημεν απλέτως. Γεννηθείς πανικός διεσκεδάσθη, γενομένης παρ’ ημών εξηγήσεως φαινομένου».

Είναι άγνωστο αν ο μετεωρίτης συνετρίβη τελικά σε κάποιο σημείο ή διαλύθηκε στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Σύμφωνα πάντως με το Σκριπ, η πτώση έγινε ορατή και από τα διανυκτερεύοντα πλήθη στην Αθήνα.


ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Σύμφωνα με τους Καιρούς της 9ης Μαΐου 1910, την προηγούμενη μέρα είχε καταπλεύσει τον Πειραιά το γερμανικό ατμόπλοιο ‘Πόλος’. Μετά τον κατάπλου ο πλοίαρχος παρουσιάστηκε στον υγειονόμο Κ. Πομώνη και ανέφερε ότι, ενώ παρέπλεαν τη Μάλτα την ώρα περίπου την οποία υπολόγιζαν ότι η Γη θα διερχόταν από την ουρά του κομήτη, ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα με αστραπές και βροντές και το πλοίο κλυδωνιζόταν για μια ολόκληρη ώρα. Εντελώς ξαφνικά ο καιρός έγινε αίθριος και ενώ ο ουρανός ήταν καθαρός, άρχισε να πέφτει πυκνή άμμος σαν βροχή η οποία κάλυψε το κατάστρωμα του πλοίου. «Και ο πλοίαρχος επέδειξεν τις τον κ υγειονόμον εκ της καταπεσούσης άμμου. Το φαινόμενον ίσως δεν είναι άσχετον με την διέλευσιν του κομήτου εκ της γης», καταλήγει το δημοσίευμα.


ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΟΛΟΓΙΑ

Σήμερα οποιαδήποτε απότομη αλλαγή του αθηναϊκού καιρού (συγνώμη, «ακραίο καιρικό φαινόμενο») οφείλεται αναγκαστικά στο «δαίμονα» του φαινομένου του θερμοκηπίου. Πριν είκοσι χρόνια, έφταιγε το «Τσερνομπίλ». Πριν σαράντα χρόνια έφταιγαν οι «ατομικές δοκιμές». Και πριν εκατό χρόνια έφταιγε ο «κομήτης».

«Έχομεν Μάιον ο οποίος συνήθως είνε δροσερός και η ζέστη κατέστη αφόρητος από δυο ημερών. Και ενώ καύσων ανυπόφορος πνίγει τους Αθηναίους, έρχεται βροχή και υγρασία απελπιστική δια να καταστήση την διαμονήν εις την πόλιν αληθώς βασανιστικήν. Τοιαύτη καιρική μεταβολή ασυνήθης, δεν εξηγείται δια τους Αθηναίους και μόνον η εκ του κομήτου επίδρασις δύναται να δώση εξήγησιν αυτής. Ας ελπίσωμεν ότι δεν θα παραταθή η κατάστασις αυτή διότι άλλως ασφαλώς θα πάθωμεν όλοι». (Καιροί 9.5.1910)


Η Ομόνοια τότε

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 285 του περιοδικού Πτήση & Διάστημα, τον Ιούνιο του 2009. Πάσα ομοιότης με σύγχρονα γεγονότα κρίνεται ως εντελώς συμπτωματική

37 views
bottom of page