top of page

"Η Αθήνα δεν κινδυνεύει απο σεισμούς"

Κεντρικός άξονας αυτής της μηνιαίας σειράς άρθρων είναι –από μια άποψη- ο παροντισμός, η τάση να κρίνουμε το παρελθόν με τα κριτήρια του παρόντος. Μια συνέπεια αυτού είναι να έχουμε την εν πολλοίς ακλόνητη πεποίθηση ότι τα Πράγματα Θα Συνεχίσουν Εσαεί Να Είναι Αυτά που Ήταν Πάντα. Ή που νομίζουμε πως ήταν πάντα.

Σε ατομικό επίπεδο, είναι κάτι σαν το έμφραγμα ή το λουμπάγκο. Είσαι καλά –απολύτως καλά-μέχρι να εκδηλωθεί. Και μετά αναρωτιέσαι «γιατί» και «πώς».

Ή σαν το σεισμό ένα πράγμα. Μέχρι την σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, το σεισμικό ρήγμα είναι αδρανές. Και "ανύπαρκτο".

Τον Αύγουστο του 1953 είχαμε τον καταστρεπτικό σεισμό που σάρωσε την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη. Στο εν τη γενέσει του υδροκεφαλικό ελληνικό κράτος, η Αθήνα ήταν Το Μέρος Όπου Συνέβαιναν Όλα, το όνειρο του κάθε φτωχού επαρχιώτη, το αδιαμφισβήτητο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της χώρας. Και ως τέτοιο διέθετε περίοπτη θέση στο συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο. Μήπως λοιπόν κινδύνευε κι η Αθήνα από σεισμούς; Την απάντηση έδωσε η επιστήμη δια στόματος καθηγητού Σεισμολογίας Άγγελου Γαλανόπουλου

«Η πρωτεύουσα ευρίσκεται μακράν της σεισμογενούς περιοχής. Χωρίς φυσικά με αυτό να αποκλείωμεν τας διαφόρους δονήσεις. Πάντως, ό,τι και να γίνη η πρωτεύουσά μας έχει τοιαύτην θεμελίωσιν εδάφους που αποκλείει δυσάρεστα επακόλουθα. Ούτε οικίαι πρόκειται να καταρρεύσουν, ούτε συνεπώς θα έχωμεν θύματα» (Εμπρός, 13.8.1953)



Μερικές βδομάδες αργότερα ο καθηγητής επανέρχεται διατυπώνοντας τον Χρησμό του (τότε πανίσχυρου και αδιαμφισβήτητου) Επιστημονικού Ιερατείου.

«Αι Αθήναι έχουν τοιούτον έδαφος θεμελιώσεως ώστε και ο πλέον ισχυρός σεισμός να μη δύναται να προκαλέση ειμή μόνον ασημάντους βλάβας». (Εμπρός 8.9.1953)



Βέβαια, με βάση την επιστημονική γνώση της εποχής, ο Χρησμός ήταν αληθινός. Σε μια κοινωνία όπου η έννοια «αμφισβήτηση» αποτελούσε όρο επιστημονικής φαντασίας και όπου υπήρχαν πολύ καλά περιχαρακωμένα και οχυρωμένα «στεγανά», τέτοιοι «χρησμοί» μεταβάλλονταν σε ακλόνητα δόγματα που αποκτούσαν τη δική τους δυναμική και αδράνεια.

Λιγότερο από ενάμιση χρόνο μετά, σεισμός συγκλόνισε το Καπανδρίτι. Ένα απόσπασμα από εφημερίδα της εποχής φανερώνει πόσο είχε επικρατήσει το βολικό δόγμα.

«Είχαμε λοιπόν μια κανονική προσβολή του υποχθονίου δαίμονος κατά της εδαφικής μας περιφερείας. Το φαινόμενον εν τούτοις είναι σπάνιον δια την περιοχήν της Αττικής και ιδιαιτέρως των Αθηνών. Το υπέδαφός των έχει το προνόμιον της λεγομένης σολιδώσεως (του συμπαγούς βραχισμού) ώστε να θεωρείται αντισεισμικόν. Από αυτό το προνόμιον που είναι ιδιαιτέρως απρόσβλητον εις την περιοχήν της Ακροπόλεως στεκόταν άσειστος και υπερήφανος μέσα εις τους αιώνας ο Παρθενών... Η προνομιούχος Αθήνα, έχουσα τα υπεδάφη της σολιδωμένα, γρανιτωμένα, δεν κινδυνεύει από σεισμούς. Έτσι, όπως βεβαιώνουν κατηγορηματικώς οι ειδικοί, έχουν τα πράγματα». (Αθηναϊκή 10.2.1955)



Προσέξτε το παραπάνω απόσπασμα: η «σολίδωσις» της «προνομιούχου» Αθήνας της επιτρέπει να στέκει «ασειστος και υπερήφανος». Λέξεις-κλειδιά που φανερώνουν πολύ σημαντικά στοιχεία σε όποιον έχει λιγάκι διευρυμένο Ορίζοντα Συμβάντων. Και σε όποιον ξεφεύγει από την στείρα σημειολογική ανάλυση.


Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας... (Βραδυνή 12.7.1956)

Έτσι η αμφισβήτηση του δόγματος από έναν –μέχρι πρότινος- υποστηρικτή του, αποτέλεσε πραγματική βόμβα. Η οποία έσκασε το Μάρτιο του 1957.

«Ο καθηγητής της Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Α. Γαλανόπουλος εις ανακοίνωσίν του προς την Ακαδημίαν, υπεστήριξε βάσει εξηκριβωμένων επιστημονικών στοιχείων την άποψιν ότι και αι Αθήναι κινδυνεύουν από σεισμούς. Εις την ανακοίνωσίν του, ο διαπρεπής επιστήμων αποδεικνύει ότι: 1ον. Η περιοχή Αθηνών δεν είνε σεισμικώς απρόσβλητος όπως επιστεύετο μέχρι σήμερον. 2ον. Εγγύς των Αθηνών και δια την ακρίβειαν 15-20 χιλιόμετρα βορειοανατολικώς της Πρωτευούσης υπάρχουν δύο σεισμικοί εστίαι. 3ον. Θα πρέπει να ληφθούν στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας εις τον τρόπον ανοικοδομήσεως των Αθηνών δεδομένου ότι δεν αποκλείεται μία ζωηρά δράσις των σεισμικών εστιών πλησίον της Πρωτευούσης». (Ακρόπολις 16.3.1957)



Ο καθηγητής Γαλανόπουλος ανέφερε και ιστορικά στοιχεία που διέψευδαν την καθεστηκυία άποψη περί «ασείστου και υπερηφάνου» Κλεινού Άστεως. Τον Ιούνιο του 1641 πολλά κτίρια της Αθήνας υπέστησαν σοβαρές ζημιές, ενώ έπεσαν βράχια και από την Ακρόπολη. Το Νοέμβριο του 1805, ισχυρός σεισμός προκάλεσε σημαντικές ζημιές στο δυτικό τύμπανο του Παρθενώνος. Τον Ιανουάριο του 1874 κατέρρευσε από σεισμό μέρος του αμυντικού τείχους που είχε ανεγερθεί στην Ακρόπολη από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο το 1822. Και τον Ιανουάριο 1889, άλλος ισχυρός σεισμός προξενεί ζημιές στη Μονή Δαφνίου. Και ο καθηγητής καταλήγει:

«Αι ανωτέρω πληροφορίαι μαζί με τας ρωγμάς και τους μετατοπισμένους σπονδύλους του Θησείου, μαρτυρούν ότι εις το ρηξιγενές πεδίον των Αθηνών φιλοξενείται τουλάχιστον μία εστία βλαβερών σεισμών… Δεν δυνάμεθα να αποκλείσωμεν μίαν ζωηροτέραν δράσιν της τοπικής εστίας των Αθηνών».

Kαι το δημοσίευμα καταλήγει:

«Ανατρέπεται συνεπώς με την ανακοίνωσιν του κ. καθηγητού της Σεισμολογιας η μέχρι σήμερον επικρατούσα άποψις, ότι η Αθήνα δεν διατρέχει κίνδυνον από τους σεισμούς. Το ζήτημα θα πρέπει να απασχολήση σοβαρώς τους ειδικούς… Πριν λοιπόν θρηνήσωμεν θύματα και ζημίας, τον λόγον έχουν οι ειδικοί δια τα οικοδομικά προβλήματα της Πρωτευούσης».

Οι "ειδικοί" βεβαίως σφύριζαν κλέφτικα –και με το δίκιο τους. Η Αθήνα βίωνε το γνωστό όργιο ανοικοδόμησης και ήταν το πανίσχυρο Κέντρο των Πάντων. Ακόμα και η άποψη ότι το Κέντρο των Πάντων κάθεται σε σαθρό έδαφος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αποτελούσε «αντιγόνο» εξαιρετικής παθογένειας. Και ξέρετε τι τα κάνει τα αντιγόνα ο ανοσοποιητικός μηχανισμός…

Γι αυτό και η επόμενη φορά που εθίγη το θέμα –πάλι από τον καθηγητή Γαλανόπουλο- ήταν πάνω από μια δεκαετία μετά.

«Μέγας σεισμός όμοιος εκείνου που είχε προκαλέσει τεράστιες καταστροφές τριάντα χρόνια πριν (1938) στην περιφέρεια Ωρωπού, απειλεί πάλιν ολόκληρον την περιοχήν Αττικής με το φάσμα απροβλέπτου ολέθρου. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτη, η συγκλονιστική αυτή ειδησις –τοποθετουμένη χρονικώς κάπου εις το ενδιάμεσον της τρεχούσης δεκαετίας (1968-1978) δεν είναι εν τούτοις τυχαία. Ανήκει εις τον καθηγητήν και διευθυντήν του Σεισμολογικού Ινστιτούτου Αθηνών κ. Άγγ. Γαλανόπουλον και είναι αποτέλεσμα επισταμένων παρατηρήσεων και στατιστικών δεδομένων που έχει αντλήσει υπεύθυνη επιστημονική έρευνα από το βάθος των 250 προηγουμένων ετών». (Απογευματινή, 13.4.1968)


Το βιολί του αυτός... (Απογευματινή 13.4.1968)

Το κατεστημένο αντέδρασε σπεύδοντας πυροσβεστικά και κατευναστικά. Αλίμονο αν κινδύνευε η Αθήνα από σεισμό! Ο πρύτανης του ΕΜΠ καθηγητής Στατικής και διευθυντής του Εργαστηρίου Στατικής και Αντισεισμικών Ερευνών Ε. Κοκκινόπουλος χρησμοδότησε:

«Εάν βέβαια πλήξη το λεκανοπέδιο σεισμός αισθητά ισχυρότερος των όσων έχουν σημειωθή μέχρι σήμερα, θα υπάρξουν ίσως ζημιές στην Αθήνα, όχι όμως σε μεγάλη έκτασι. Τα καλώς δομημένα κτίρια θα αντισταθούν ικανοποιητικά αλλά ίσως τα πολύ υψηλά υποστούν μερικές ζημίες κυρίως στους επάνω ορόφους. Δεν νομίζω ότι το κοινόν θα πρέπει να ανησυχή. Για να είναι στην Αθήνα καταστρεπτική η οργή του Εγκελάδου θα πρέπει να σημειωθούν στα έγκατα της αττικής γης σοβαρώτατες γεωτεκτονικές ανακατατάξεις. Αυτές οι ανακατατάξεις αναφέρονται συνήθως σε περιόδους γεωλογικές, δηλαδή είναι της τάξεως των εκατομμυρίων ετών και εύχομαι να αποδειχθή ότι δεν θα συμβούν στην εποχή μας». (Ελεύθερος Κόσμος 17.10.1968)

Και ο πρόεδρος του συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών και γγ του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Α. Καραβασίλης έσπευσε κι αυτός να αντικρούσει την αιρετική θεωρία του Γαλανόπουλου

«Εν πρώτοις, αντικειμενικό κριτήριο περί του ασείστου της μείζονος περιοχής των Αθηνών αποτελούν αι αρχαιότητες της πόλεως και δη ο Παρθενών αι οποίαι παραμένουν εις την θέσιν των επί μία τρισχιλιετηρίδα, περίπου, και των οποίων αι φθοραί οφείλονται εις παν άλλον βίαιον γεγονός, παρά εις γεωλογικόν σεισμικόν φαινόμενον. Εάν ανατρέξωμεν εξ άλλου εις τους αρχαίους συγγραφείς, θα ίδωμεν ότι ένα από τα κυριώτερα επίθετα που χρησιμοποιούν δια το ‘άστυ’ των Αθηνών παραλλήλως με το ‘κλεινόν’ και το ‘ιοστεφές’ είναι και το επίθετον ‘άσειστον’… Όχι δεν νομίζω ότι ευσταθούν οι υπερβολικοί φόβοι του κ. Γαλανοπούλου περί σεισμών εις το λεκανοπέδιον της Αττικής» (Ελεύθερος Κόσμος 17.10.1968)

(Κι ας προσέξουμε εδώ πώς στην Ελλάδα, ακόμα και αμιγώς επιστημονικές διαμάχες καταλήγουν σε παραπομπές σε αρχαίους συγγραφείς…)


Ε, μην τρελαθούμε κιόλας...(Ελεύθερος Κόσμος 17.10.1968)

Χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία χρόνια για να φάει μια γερή κλοτσιά το Κλεινόν Άστυ από το σεισμό των Αλκυονίδων (1981) κι άλλα δεκαοχτώ για να φάει ένα γερό στραπατσάρισμα από το σεισμό της Πάρνηθας (1999). Ομως τελικά αυτό έγινε.

Αλλά έτσι κι αλλιώς, μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα Ελλάδα δεν ήταν πια (αποκλειστικά και μόνο) η Αθήνα…


Ουδέν κακόν αμιγές καλού (Αθηναϊκή 10.7.1956)

ΥΓ. Κρίνοντας από τα mail και την γενικότερη επικοινωνία που λαμβάνω, πολύ λίγοι έχουν αντιληφθεί τη φύση του «σκληρού πυρήνα» αυτής της σειράς κειμένων στο Hellasgr.net. Οι πιο πολλοί μένουν στο περιτύλιγμα και αγνοούν το περιεχόμενο. Ήταν κάτι που είχα προβλέψει, και το οποίο τελικά ελάχιστη σημασία έχει. Γιατί το αγνοηθέν περιεχόμενο έχει την τάση να λειτουργεί αυτόνομα και ετεροχρονισμένα. Και μερικές φορές αποτελεσματικότερα. Όμως, caveat emptor όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Λατίνοι.

128 views
bottom of page